- χειλοστρόφιο
- το / χειλοστρόφιον, ΝΑνεοελλ.όργανο χρησιμοποιούμενο για τη σύσφιγξη τού άνω χείλους τών αλόγων, τα οποία, με τον τρόπο αυτό, γίνονται πειθήνιααρχ.όργανο βασανισμού με το οποίο στράβωναν τα χείλη τών θυμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + -στρόφιον (< στρόφιον < θ. στροφ- τού στρέφω), πρβλ. κλινο-στρόφιον].
Dictionary of Greek. 2013.